- ζορκάς
- ζορκάς, (-άδος) και ζόρξ, (-κός), ή (Α)διαφ. τ. τού δορκάς*ζαρκάδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… … Dictionary of Greek
ζαρκάδι — Αρτιοδάχτυλο κερασφόρο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών. Ζει στις δασώδεις περιοχές της Ευρώπης, από τη Σκανδιναβία και τη Μεγάλη Βρετανία έως τη νότια Ιταλία και την Ελλάδα. Τρέφεται με φυτικές ουσίες, που αναζητά συνήθως κατά το… … Dictionary of Greek
ζορκάδες — δορκάς an animal of the deer kind fem nom/voc pl ζορκάς an animal of the deer kind fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
i̯ork- — i̯ork English meaning: a kind of roebuck Deutsche Übersetzung: “Tier from the Gruppe the Rehe” Material: Gk. ζόρξ, ζορκάς, with folk etymology connection an δέρκομαι mostly δόρξ, δορκός; δορκάς f., δόρκος m. “roe deer, gazelle “;… … Proto-Indo-European etymological dictionary